- έμβάμμα
- το приправа, подлив(к)а, соус
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
έμβαμμα — ἔμβαμμα, το (AM) σάλτσα με ζουμί από κρέας και καρυκεύματα μσν. φρ. «οἴνου ἔμβαμμα» κρασάτη σάλτσα … Dictionary of Greek
ἔμβαμμα — sauce neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβαμμάτων — ἔμβαμμα sauce neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβάμμασιν — ἔμβαμμα sauce neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβάμματα — ἔμβαμμα sauce neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβάμματι — ἔμβαμμα sauce neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβάμματος — ἔμβαμμα sauce neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επέμβαμμα — ἐπέμβαμμα, το (Μ) έμβαμμα, σάλτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + έμβαμμα (< εμβάπτω)] … Dictionary of Greek
HEDYSMA — apud Plin. l. 13. c. 1. Ratio faciendi (unguenta) duplex: sucus et corpus. Ille olei generibus fere constat, hoc odorum. Haec stymmata vocant, illa hedysmata: ex Graeco ἥδυσμα. Cornario est omne id, quo spislatum oleum suavi odore imbuebatur et… … Hofmann J. Lexicon universale
τιάλλακτον — και σε κώδ. τηάλλακτον, τὸ Α (κατά τον Ησύχ.) «Σέλευκος, παρὰ Ἐπαινέτῳ, ἔμβαμμά τι» … Dictionary of Greek